ακτοφύλακας

From LSJ
Revision as of 23:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

(και ακτοφύλαξ, -ακος), ο
1. φύλακας, φρουρός της ακτής
2. αυτός που ανήκει στη δύναμη της ακτοφυλακής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακτή + φύλακας].