ακτοφύλακας

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

(και ακτοφύλαξ, -ακος), ο
1. φύλακας, φρουρός της ακτής
2. αυτός που ανήκει στη δύναμη της ακτοφυλακής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακτή + φύλακας].