αλεπόμουτρο

From LSJ
Revision as of 23:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

το 1. το πρόσωπο της αλεπούς
2. (για πρόσωπα) πονηρός, δόλιος, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού + μούτρο].