αλεπόμουτρο

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

το 1. το πρόσωπο της αλεπούς
2. (για πρόσωπα) πονηρός, δόλιος, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού + μούτρο].