εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
το 1. το πρόσωπο της αλεπούς2. (για πρόσωπα) πονηρός, δόλιος, πανούργος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού + μούτρο].