αλεστής
From LSJ
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
ο
1. αυτός που αλέθει, ο μυλωνάς
2. αυτός που έρχεται στον μύλο για άλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλέθω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλεστικός].