ακόνι

From LSJ
Revision as of 23:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid

Menander, Monostichoi, 222

Greek Monolingual

το
η ακόνη παροιμ. «τα χωρατά είναι ακόνι του καβγά», πολλές φορές τα αστεία καταλήγουν σε καβγά
«βγάζει ή τρώει απ' τ' ακόνια», εργάζεται έντιμα και αποδοτικά
«έχει γλώσσα ακόνι» (βλ. ακόνη).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἀκόνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ἀκόνη βλ. λ..
ΣΥΝΘ. ακονοζούμι, ακονόλιθος, ακονόπετρα].