ακονόπετρα
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
Greek Monolingual
ή ακονόλιθος τεχνολ.
φυσική ή τεχνητή πέτρα που χρησιμοποιείται για το ακόνισμα κοπτικών εργαλείων.
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
ή ακονόλιθος τεχνολ.
φυσική ή τεχνητή πέτρα που χρησιμοποιείται για το ακόνισμα κοπτικών εργαλείων.