ακονόπετρα
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
ή ακονόλιθος τεχνολ.
φυσική ή τεχνητή πέτρα που χρησιμοποιείται για το ακόνισμα κοπτικών εργαλείων.