ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
ἀμοιβήδην (Α) επίρρ.αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμοιβὴ + επίρρ. κατάλ. -δην].