αμφιελίσσω
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
Greek Monolingual
ἀμφιελίσσω (Α)
περιελίσσω, περιτυλίγω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + ἑλίσσω < ἕλιξ (πρβλ. και ἀμφελίσσω).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιελικτός, ἀμφιέλισσα.