δικτυοβόλος
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ον, A = δικτυβόλος, fisherman, net-throw fisherman, net thrower Poll.7.137.
German (Pape)
[Seite 630] ὁ, = δικτυβόλος, Poll. 7, 137.
Greek (Liddell-Scott)
δικτυοβόλος: -ον, = δικτυβόλος, Πολυδ. Ζ΄, 137.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ pescador con red Poll.7.137.
Greek Monolingual
ο
βλ. δικτυβόλος.