δυσανάγνωστος

From LSJ
Revision as of 01:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσ<ανά>γνωστος Medium diacritics: δυσανάγνωστος Low diacritics: δυσανάγνωστος Capitals: ΔΥΣΑΝΑΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: dysanágnōstos Transliteration B: dysanagnōstos Transliteration C: dysanagnostos Beta Code: dusana/gnwstos

English (LSJ)

ον, A hard to read, prob. for δύσγνωστος, Plb.3.32.1.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de leer la obra del propio Polibio, por su extensión, Plb.3.32.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσανάγνωστος, -ον)
(για τον γραφικό χαρακτήρα ή για κείμενο) αυτός που προκαλεί δυσχέρειες στον αναγνώστη, που διαβάζεται δύσκολα.