κάς
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
A skin, Hsch. II Cyprian for καί, Id., cf. Inscr.Cypr.135.1 H. (Idalion); also Arc., IG5(2).261, 262 (Mantinea, v B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
κάς: τὸ δέρμα, Ἡσύχ. ΙΙ.«Κύπριοι ἀντὶ τοῦ καί», ὁ αὐτ.―Ἐν Ἐπιγρ. Ἰδαλίου τῆς Κύπρου, πολλάκις, Cau. 118, ἴδε Συναγ. Λ. Ἀθ. Κουμανούδη ἐν λ.
Frisk Etymological English
See also: s. ἑκάς.