καρπάτινον
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
A v. καρβάτινος.
Greek (Liddell-Scott)
καρπάτινον: ἴδε καρβάτιναι.
Greek Monolingual
καρπάτινον, τὸ (Α)
(ενν. υπόδημα)
βλ. καρβάτινος.