γαλακοθρέμμων
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (τρέφω)
A milk-fed, prob. in Antiph. 52.4 for γαλακτο-. γαλακόχρως, = γαλακτόχρως, nom.pl. -χροες Opp.C.3.478.