κληματόομαι
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
Pass., (κλῆμα) A put forth tendrils, κεκλημάτωται χλωρὸν οἰνάνθης δέμας S.Fr.255, cf. Thphr.CP2.10.3.
German (Pape)
[Seite 1450] in die Ranken schießen, wie der unbeschnittene Weinstock; Soph. frg. 239; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κλημᾰτόομαι: παθ. (κλῆμα) ἀναδίδω κλάδους, κεκλημάτωται χλωρὸν οἰνάνθης δέμας (κατὰ τὸν Bgk.) Σοφ. Ἀποσπ. 239, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 10, 3.
Russian (Dvoretsky)
κλημᾰτόομαι: (pf. κεκλημάτωμαι) пускать побеги, давать отпрыски Soph.