κραββατοποιός
From LSJ
πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter
English (LSJ)
ὁ, A couch-maker, Gloss.
Greek Monolingual
κραββατοποιός, ὁ (Α)
κατασκευαστής κλινών και ανακλίντρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράββατος + -ποιός (< ποιῶ)].