ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
Full diacritics: κρᾰγός | Medium diacritics: κραγός | Low diacritics: κραγός | Capitals: ΚΡΑΓΟΣ |
Transliteration A: kragós | Transliteration B: kragos | Transliteration C: kragos | Beta Code: krago/s |
οῦ, ὁ, A bawling, Com. formation in the phrase κραγὸν κεκράξεται (cf. βάδον βαδίζεται) Ar.Eq.487, cf. Hsch.:—on the accent v. Hdn.Gr.2.20.
κραγός, ὁ (Α)
δυνατή φωνή, κραυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραγ- του κράζω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-κραγ-ον) + κατάλ. -ός].