μεταλλίζομαι
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
A to be condemned to hard labour in mines, Cod.Just.11.41.7.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλίζομαι: Παθητ., καταδικάζομαι νὰ ἐργάζωμαι ἐν τοῖς μεταλλείοις, Βασιλικ. 6. 1, 25.