μεταλλίζομαι
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
to be condemned to hard labour in mines, Cod.Just.11.41.7.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλίζομαι: Παθητ., καταδικάζομαι νὰ ἐργάζωμαι ἐν τοῖς μεταλλείοις, Βασιλικ. 6. 1, 25.