νεκρηγός

From LSJ
Revision as of 15:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκρηγός Medium diacritics: νεκρηγός Low diacritics: νεκρηγός Capitals: ΝΕΚΡΗΓΟΣ
Transliteration A: nekrēgós Transliteration B: nekrēgos Transliteration C: nekrigos Beta Code: nekrhgo/s

English (LSJ)

όν, A for conveyance of corpses, πλοῖον PHamb.74.3 (ii A.D.).

Greek Monolingual

νεκρηγός, -όν (Α)
(για πλοίο) αυτός που μεταφέρει νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. θαλαμ-ηγός, κυν-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].