μωμηλός
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ή, όν, A blameworthy, Hdn.Epim.88.
German (Pape)
[Seite 225] tadelnswerth, Hdn. Epimer.
Greek (Liddell-Scott)
μωμηλός: -ή, -όν, μεμπτός, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 172 (= 88).
Greek Monolingual
μωμηλός, -ή, -όν (Α)
άξιος μώμου, μεμπτός, αξιόμεμπτος, ψεκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + επίθημα -ηλός (πρβλ. σιωπ-ηλός, σφριγ-ηλός)].