νηλίπεζος
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
English (LSJ)
ον, A barefooted, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
νηλίπεζος: -ον, = νηλίπους, ἀνυπόδητος, γυμνόπους, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νηλίπεζος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀνυπόδητος, γυμνόπους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο νηλιπόπεζος < νήλιπος + -πεζος (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πούς) με απλολογία (πρβλ. τετράπεζα > τράπεζα)
βλ. και λ. νηλίπους.
English (Woodhouse)
barefoot, barefooted, with bare feet, without shoe, without shoes