νωθριάω
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
A = νωθρεύομαι I, Dsc.Alex.Praef.
Greek (Liddell-Scott)
νωθρῐάω: νωθρεύομαι, Διοσκ. π. Δηλητ. φαρμ. σ. 12, ἔκδ. Kühn.