ξυλομυρσίνη
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
ἡ, A = μυρσίνη ἀγρία, v.l. in Dsc.4.144.
Greek Monolingual
ξυλομυρσίνη, ἡ (Α)
το φυτό μυρσίνη η αγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + μυρσίνη.
Full diacritics: ξῠλομυρσίνη | Medium diacritics: ξυλομυρσίνη | Low diacritics: ξυλομυρσίνη | Capitals: ΞΥΛΟΜΥΡΣΙΝΗ |
Transliteration A: xylomyrsínē | Transliteration B: xylomyrsinē | Transliteration C: ksylomyrsini | Beta Code: culomursi/nh |
ἡ, A = μυρσίνη ἀγρία, v.l. in Dsc.4.144.
ξυλομυρσίνη, ἡ (Α)
το φυτό μυρσίνη η αγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + μυρσίνη.