Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Full diacritics: παντειδήμων | Medium diacritics: παντειδήμων | Low diacritics: παντειδήμων | Capitals: ΠΑΝΤΕΙΔΗΜΩΝ |
Transliteration A: panteidḗmōn | Transliteration B: panteidēmōn | Transliteration C: panteidimon | Beta Code: panteidh/mwn |
ονος, ὁ, a A know-all, Phld.Vit.p.32 J.
παντειδήμων: -ον, γνώστης πάντων, Φιλόδημ. περὶ κακιῶν XVIII, 11, ἔκδ. Sauppe.
-ονος, ὁ, Α
αυτός που γνωρίζει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + εἰδήμων (πρβλ. πολυ-ειδήμων)].