παυσινύσταλος
From LSJ
πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source
English (LSJ)
ον, A stopping drowsiness, Ael.Dion.Fr.277.
German (Pape)
[Seite 538] die Schläfrigkeit stillend, dah. ermunternd; E. M. 312, 18; Eust. 1493.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που καταπαύει το νύσταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + νύσταλος (< νυστάζω)].