περιπεφυλαγμένως
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
Adv. A very cautiously, gloss on ἀνακῶς, Erot. (περιφυλ- codd.).
German (Pape)
[Seite 587] wohl bewacht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιπεφῠλαγμένως: Ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς προφυλάξεως, Ἐρωτιαν. σ. 66 ἐν λ. ἀνακῶς.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με μεγάλη προφύλαξη, πολύ προσεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπεφυλαγμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του περιφυλάσσω.