στερέωσις
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
English (LSJ)
εως, ἡ, A making firm, LXX Jb.37.18 (v.l. -θείς); making solid, Theol.Ar.47; solid union of broken bones, Cass.Pr.38. 2 ἡ σ. τῆς μάχης obstinacy of conflict, LXX Si.28.10.
German (Pape)
[Seite 937] ἡ, das Fest -od. Dichtmachen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στερέωσις: ἡ, (στερεόω) στερεοποίησις, ἐπιστήριξις, ἐπιβεβαίωσις, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. 2) ἡ στ. τῆς μάχης, ἐπιμονὴ τοῦ ἀγῶνος, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΗ΄, 10).