τόλμιλλος

From LSJ
Revision as of 13:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόλμιλλος Medium diacritics: τόλμιλλος Low diacritics: τόλμιλλος Capitals: ΤΟΛΜΙΛΛΟΣ
Transliteration A: tólmillos Transliteration B: tolmillos Transliteration C: tolmillos Beta Code: to/lmillos

English (LSJ)

ὁ, A daredevil, Theognost. Can.Prooem.

Greek (Liddell-Scott)

τόλμιλλος: ὁ, καὶ αὐθαδίας ἐγώ, ὁ τολμητίας καὶ αὐθάδης, Θεογνώστ. Καν. ἐν παροιμ. παρὰ τῷ Cram. An. gr. Ox. II, σ. 1.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
τολμηρός, τολμητίας («ὁ τολμίλλος καὶ αὐθάδιας ἐγώ», Θεόγνωστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόλμη + υποκορ. κατάλ. -ιλος, με εκφραστ. διπλασιασμό του -λ- (πρβλ. ῥόβ-ιλλος)].