φυγαρσενία
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
poet. φυγαρσενίη, ἡ, A shunning of men, Man.4.64.
German (Pape)
[Seite 1312] ἡ, die Männerscheu, Maneth. 4, 64.
Greek (Liddell-Scott)
φῡγαρσενία: ἡ, τὸ ἀποφεύγειν τοὺς ἄρσενας, τοὺς ἄνδρας, Μανέθων 4. 64.
Greek Monolingual
και ιων. τ. φυγαρσενίη, ἡ, Α
το να αποφεύγει κανείς τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- του αορ. ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω + ἄρσην, -ενος «αρσενικός»].