ἀκλόνητος
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ον, A unshaken, unmoved, Suid., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκλόνητος: -ον, ἀδιάσειστος, ἀκλόνητος, Συνέσ., Σουΐδ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8672. ― Ἐπίρρ. -τως, Κύριλλ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no zarandeado, que no sufre sacudidas Φαέθων ... μήτε οἷός τε ὢν ... ἐφιππάζεσθαι ἀ. Palaeph.52.
2 inalterable de Cristo, Origenes M.12.289B, del hombre, Cyr.Al.M.69.956A, c. ac. de rel. τὴν γνώμην ἀκλόνητοι Gr.Nyss.Mart.2.163.1.
II adv. -ως inalterablemente Cyr.Al.M.72.88D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀκλόνητος, -ον) κλονῶ
1. αυτός που δεν κλονίζεται, αδιάσειστος, σταθερός
2. απτόητος, αμετάπειστος
μσν.
επίρρ. ἀκλονήτως
χωρίς λιποψυχία.