ἀμοιβεύς
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
Full diacritics: ἀμοιβεύς | Medium diacritics: ἀμοιβεύς | Low diacritics: αμοιβεύς | Capitals: ΑΜΟΙΒΕΥΣ |
Transliteration A: amoibeús | Transliteration B: amoibeus | Transliteration C: amoiveys | Beta Code: a)moibeu/s |
έως, ὁ, A exchanger, γηπέδων Lyc.617.
ἀμοιβεὺς (-εως), ο (Α) ἀμοιβή
αυτός που ανταλλάσσει, που ενεργεί την ανταλλαγή.