ἀνακτένισμα
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
ατος, τό, A carding, screening, sifting, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακτένισμα: τό, διαχωρισμός, διάκρισις, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
lat. discrimen e.d. raya del pelo, Gloss.2.51.