ἀνταποστροφή

From LSJ
Revision as of 19:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταποστροφή Medium diacritics: ἀνταποστροφή Low diacritics: ανταποστροφή Capitals: ΑΝΤΑΠΟΣΤΡΟΦΗ
Transliteration A: antapostrophḗ Transliteration B: antapostrophē Transliteration C: antapostrofi Beta Code: a)ntapostrofh/

English (LSJ)

ἡ, A turning away from one another, of places which face opposite ways, Str.6.1.5.

German (Pape)

[Seite 244] ἡ, gegenseitige Entfernung, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταποστροφή: ἡ, τὸ ἀποστρέφεσθαι ἀπό τινος, ἐπὶ τόπων βλεπόντων πρὸς ἀντίθετα μέρη, «νεύει δὲ ἐπὶ θερινὰς ἀνατολάς, καθάπερ καὶ ἡ Καῖνυς πρὸς τὴν ἑσπέραν, ἀνταποστροφήν τινα ἀπ’ ἀλλήλων ποιουμένων αὐτῶν» Στράβ. 257.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
vuelta, curva en sentido contrario ἀνταποστροφήν τινα ἀπ' ἀλλήλων ποιουμένων describiendo (los dos cabos) uno frente a otro sus curvas en sentido contrario Str.6.1.5.

Greek Monolingual

ἀνταποστροφή, η (Α) (για τόπους) το να είναι στραμμένοι, να βλέπουν προς αντίθετα σημεία του ορίζοντα.