ἀπηρυθριακότως
From LSJ
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
English (LSJ)
A v. ἀπερυθριάω.
German (Pape)
[Seite 290] Apolld. com. Stob. Flor. 46, 15; v. 10 ἀπερυθ.; auch ἀπηρυθριασμένως; unverschämter Weise, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπηρυθριᾱκότως: ἀπηρυθριασμένως, ἴδε ἐν λ. ἀπερυθριάω.
Spanish (DGE)
(ἀπηρυθριᾱκότως)
adv. formado sobre el part. perf. de ἀπερυθριάω q.u. sin rubor, desvergonzadamente ὅθεν ἐπιχειρεῖ πάντ' ἀ. Apollod.Com.13.10.
adv. sobre el part. perf. de ἀπερυθριάω desvergonzadamente ἐπιχειρεῖ πάντ' ἀ. Apollod.Com.13.10.