ἀφορολόγητος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ον, A not subjected to tribute, IG22.1009.41, GDI5160.10 (Cret.), OGI223 (Erythrae, iii B. C.), Plb.4.25.7, LXX 1 Es.4.50, Plu. Flam.10.
German (Pape)
[Seite 414] frei von Tribut, Pol. 4. 25 u. öfter; Diod. Sic. Dion. Hal. 3, 60.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφορολόγητος: -ον, μὴ ὑποκείμενος εἰς φορολογίαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3045. 20. Πολύβ. 4. 25. 7. Ἑβδ.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀφορολόγιστος Ps.Callisth.72.10
exento de tributos de ciu. y ciudadanos IEryth.31.23 (III a.C.), IMylasa 644.9 (II a.C.), IG 22.1009.41 (II a.C.), Plb.4.25.7, D.S.17.24, Plu.Flam.10, χώρα LXX 1Es.4.50, χέρσος PTeb.737.22 (II a.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀφορολόγητος, -ον)
αυτός που δεν φορολογείται
νεοελλ.
όποιος δεν εξαναγκάστηκε να δώσει κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἀφορολόγητος: не обложенный податью или данью Polyb., Diod., Plut.