ὀξυκόρακος
From LSJ
Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt
English (LSJ)
ον, (κόραξ II) A with a sharp hook, σμιλίον Paul.Aeg.6.87.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυκόρᾰκος: -ον, (κόραξ ΙΙ) ὁ ἔχων ὀξὺν κόρακα, σμιλίον ὀξ., ἔχον ἀγκιστροειδὴ ἄκραν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 87.
Greek Monolingual
ὀξυκόρακος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αγκιστροειδή άκρη σαν τη μύτη του κόρακα («ὀξυκοράκῳ σμιλίῳ», Παύλ. Αιγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κόραξ, -ακος].