ὀφρύκνηστον
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ἐρυθριῶντα, οἱ γὰρ ἐρυθριῶντες κνῶνται τὰς ὀφρῦς, Hsch. (Cf. Lat. A homo fronte perfricta, one who has rubbed his brow so often that he can blush no more.)
Greek Monolingual
ὀφρύκνηοτον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐρυθριῶντα, οἱ γὰρ ἐρυθριῶντες κνῶνται τὰς ὀφρῡς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + κνῶ «ξύνω»].