Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
Full diacritics: ὠρυτός | Medium diacritics: ὠρυτός | Low diacritics: ωρυτός | Capitals: ΩΡΥΤΟΣ |
Transliteration A: ōrytós | Transliteration B: ōrytos | Transliteration C: orytos | Beta Code: w)ruto/s |
ὁ, A a howling, Theognost.Can.76.
ὠρυτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν ἐθρήνησέ τις ὠρυόμενος, Θεογνώστου Κανόν. σ. 75 ἐν Ὀξ. Ἀν. τ. 2.
-ή, -όν, Μ ὠρύομαι
αυτός τον οποίο θρήνησε κανείς ωρυόμενος.