ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Full diacritics: ῥόφισμα | Medium diacritics: ῥόφισμα | Low diacritics: ρόφισμα | Capitals: ΡΟΦΙΣΜΑ |
Transliteration A: rhóphisma | Transliteration B: rhophisma | Transliteration C: rofisma | Beta Code: r(o/fisma |
ατος, τό, A = ῥόφημα, Cyran.9.
το, Α
το ρόφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοφῶ + κατάλ. -ισμα, πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. ῥοφίζω].