μορμολύκη

From LSJ
Revision as of 15:29, 11 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], ἡ</b>" to "ῠ], ἡ")

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορμολύκη Medium diacritics: μορμολύκη Low diacritics: μορμολύκη Capitals: ΜΟΡΜΟΛΥΚΗ
Transliteration A: mormolýkē Transliteration B: mormolykē Transliteration C: mormolyki Beta Code: mormolu/kh

English (LSJ)

Dor. μορμο-λύκα [ῠ], ἡ, = foreg. 1, Sophr. 9, Str.1.2.8:—also μορμο-λῠκία, ἡ, Philostr.VA4.25 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 207] ὴ, = Vorigem, Strab. 1, 2, 8.

Greek Monolingual

η (Α μορμολύκη και δωρ. τ. μορμολύκα)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας carabidae
αρχ.
μορμολύκειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. μορμολύττομαι].