εύμετρος
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
Greek Monolingual
εὔμετρος, -ον (Α)
1. μετρημένος ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου», Αισχύλ.)
2. συμμετρικός στις αναλογίες
3. αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («εὔμετρος οἶκος», Αρετ.)
4. εύρυθμος, εξαιρετικός στο μέτρο («(λέξις) εὔμετρος καὶ εὔρυθμος», Διον. Αλ.).
επίρρ...
εὐμέτρως (Α)
1. με μέτριες αναλογίες
2. με τις αρμόζουσες, με τις κατάλληλες αναλογίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μέτρον.