παυστικός
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
ή, όν, = παυστήριος (fit for ending, fit for relieving) 1, δίψης EM 543.51.
German (Pape)
[Seite 538] = dem Vorhergehenden, δίψης, E. M. 543, 51.
Greek (Liddell-Scott)
παυστικός: ἡ, όν, = τῷ προηγ., παυστικὸν δίψης Ἐτυμολ. Μέγ. 543. 51.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παύω
ο κατάλληλος για κατάπαυση ή ανακούφιση, ο παυστήριος («παυστικός δίψης», Μέγα Ετυμολογικόν).