μοίχιος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
α, ον, = μοιχικός (adulterous, of adultery), λέκτρα AP 5.301.7 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 199] = Vorigem, λέκτρα, Agath. 3 (V, 302).
Greek (Liddell-Scott)
μοίχιος: -α, -ον, μοιχικός, Ἀνθ. Π. 5. 302.
Greek Monolingual
μοίχιος, -ία, -ον (Α) μοιχός
μοιχικός, αυτός που σχετίζεται με πράξη μοιχείας ή που γεννήθηκε με μοιχεία.
Russian (Dvoretsky)
μοίχιος: распутный, прелюбодейный (λέκτρα Anth.).