ἀναστομωτικός

From LSJ
Revision as of 16:32, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστομωτικός Medium diacritics: ἀναστομωτικός Low diacritics: αναστομωτικός Capitals: ΑΝΑΣΤΟΜΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anastomōtikós Transliteration B: anastomōtikos Transliteration C: anastomotikos Beta Code: a)nastomwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = ἀναστομωτήριος (proper for opening), Dsc. 1.4, Antyll. ap. Orib. 10.25.2.

German (Pape)

[Seite 209] dasselbe, Medic., auch Eßlust erregend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστομωτικός: -ή, -όν, ὁ προκαλῶν ἐκροὴν αἵματος ἢ ἄλλου ὑγροῦ, τοῖς ἀναστομωτικοῖς χρώμεθα, ἐπειδὰν κάθαρσιν ἐπεσχημένην προκαλεῖσθαι θέλωμεν Ἄντυλλ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙ, 411. 11: ‒ διεγερτικὸν ὀρέξεως, Διοσκ. 1. 4.

Spanish (DGE)

-όν
apropiado para abrir los conductos, dilatador, anastomótico, δύναμις Dsc.1.4, cf. Antyll. en Orib.10.25.3, Cels.5.18.25.