σμυρνιάζω
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
= σμυρνίζω (flavour with myrrh, flavor with myrrh, drug with myrrh, be like myrrh) 1, dub. in Alex.Trall. 8.2.
Greek (Liddell-Scott)
σμυρνιάζω: παρασκευάζω ἢ συσκευάζω διὰ μύρρας, ἀρωματίζω, οἶνος ἐσμυρνισμένος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 23. ἀμεταβ., εἶμαι ὅμοιος πρὸς μύρραν, Διοσκ. 1. 79.
Greek Monolingual
Α
βλ. σμυρνίζω.