σπουδόγελως
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
ων, = σπουδογέλοιος.
Greek Monolingual
-ων, Α
σπουδογέλοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή + γέλως «γέλιο» (πρβλ. φιλό-γελως)].