σπέληξ
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
γυναικεῖον ἱμάτιον, ἡμιδιπλοΐδιον, Suid.; but σπέλληξι· σπελέθοις, Hsch.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «γυναικεῑον ἱμάτιον, ἡμιδιπλοΐδιον».