χειρογράφος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, clerk, amanuensis, PTeb. 209 (i BC).
Greek Monolingual
ὁ, Α
γραφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -γραφος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργητική σημ.].
Full diacritics: χειρογράφος | Medium diacritics: χειρογράφος | Low diacritics: χειρογράφος | Capitals: ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΣ |
Transliteration A: cheirográphos | Transliteration B: cheirographos | Transliteration C: cheirografos | Beta Code: xeirogra/fos |
[ᾰ], ὁ, clerk, amanuensis, PTeb. 209 (i BC).
ὁ, Α
γραφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -γραφος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργητική σημ.].