χειρογράφος

From LSJ

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρογρᾰ́φος Medium diacritics: χειρογράφος Low diacritics: χειρογράφος Capitals: ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: cheirográphos Transliteration B: cheirographos Transliteration C: cheirografos Beta Code: xeirogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, clerk, amanuensis, PTeb. 209 (i BC).

Greek Monolingual

ὁ, Α
γραφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -γραφος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργητική σημ.].